- διάμιλλα
- διάμιλλ-α [pron. full] [ᾰμ], ἡ,A fight, of animals, Hierocl.pp.11,17A. (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διάμιλλα — διάμιλλα, η (Α) [άμιλλα] οξύς ανταγωνισμός … Dictionary of Greek
διαμίλλαις — διάμιλλα fight fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)